- αλιμόδεντρο
- (halimodendron). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που απαντώνται στις αλμυρές στέπες της Δ Ασίας. Έχει μόνο ένα είδος, το α. το αργυρόφυλλο, που φτάνει σε ύψος τα 2 μ. Έχει φτερωτά και αργυρόχρωμα φύλλα, ενώ οι μίσχοι τους μεταμορφώνονται σε αγκάθια μετά την πτώση των φύλλων. Τα άνθη τους έχουν χρώμα κόκκινο και σχηματίζουν ταξιανθίες. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα και καλλιεργείται για το ωραίο του φύλλωμα και τα άνθη του.
Dictionary of Greek. 2013.